Νίκῃσιν — Νίκη victory fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκησις — νίκησις, ἡ (ΑΜ) [νικώ] νίκη σε πόλεμο ή σε αγώνες («νίκησις πολέμου», Λίβ. και Ροδ.) μσν. φρ. «δίδω νίκησιν» βοηθώ κάποιον να νικήσει, ενισχύω … Dictionary of Greek